Ομιλία Χρήστου Παπουτσή, υπεύθυνου τομέα Ανάπτυξης, Τουρισμού και Ναυτιλίας, κατά την παρουσίαση της Πρότασης Νόμου του ΠΑΣΟΚ «Προστασία των Καταναλωτών στις Τραπεζικές Δανειακές Συμβάσεις» των Τομέων Οικονομίας και Ανάπτυξης
Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου 2007
Κυρίες και κύριοι καλημέρα σας.
Πρώτα απ’ όλα θέλω να συγχαρώ τους συναδέλφους των Κοινοβουλευτικών Τομέων της Οικονομίας και της Ανάπτυξης όπως επίσης και τους Τομείς του Κινήματος της Οικονομίας και της Ανάπτυξης για τη δουλειά τους και για την επεξεργασία αυτού του σχεδίου νόμου, της πρότασης νόμου, όπως επίσης των στοιχείων και των ιδεών οι οποίες περιγράφονται στα κείμενά μας όπως παρουσιάστηκαν και κατατέθηκαν στη Βουλή.
Το λέω αυτό διότι εγώ επανήλθα στο χώρο του Τομέα Ανάπτυξης αφού είχε κατατεθεί πλέον στη Βουλή και επομένως αισθάνομαι την υποχρέωση να κάνω μνεία στους συναδέλφους μου, το Θεόδωρο Πάγκαλο και το Χρήστο Πρωτόπαπα όπως επίσης και το Γραμματέα του Τομέα μας, το Γιάννη Μανιάτη, οι οποίοι συνεργάστηκαν με τη Βάσω Παπανδρέου, την Τόνια Αντωνίου και τους αρμόδιους συναδέλφους των άλλων Τομέων για την επεξεργασία αυτού του κειμένου. Θεωρώ όμως ότι είναι μια πρόταση νόμου εξαιρετικής σημασίας που έχει άμεση σχέση με τη λειτουργία της αγοράς και την προστασία του καταναλωτή.
Θέλω επίσης να φέρω ξανά στη μνήμη μου και να μοιραστώ μαζί σας την εμπειρία μου από την εποχή που ήμουν Επίτροπος, πριν από 10 χρόνια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση όταν οργάνωσα μια στρογγυλή Τράπεζα των τραπεζιτών και των επιχειρήσεων, των εκπροσώπων δηλαδή των επιχειρήσεων. Ακριβώς για να δούμε με ποιους τρόπους θα κάνουμε καλύτερη, βέλτιστη τη σχέση των επιχειρήσεων και των Τραπεζών. Με δεδομένο μάλιστα, ότι οι Τράπεζες μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, για την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και κυρίως για τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Σε έναν Τομέα, που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ευρωπαϊκής οικονομίας. Όπως επίσης γιατί οι Τράπεζες μπορούν με πολύ αποτελεσματικό τρόπο να ενισχύσουν τη συνείδηση των καταναλωτών, την καταναλωτική συνείδηση των Ευρωπαίων πολιτών.
Δύο ήταν τα συμπεράσματα αυτής της στρογγυλής Τράπεζας. Η οποία, πρέπει να σας πω, όχι μόνο κράτησε αρκετό καιρό και χρειάστηκαν πολλές συζητήσεις, αλλά ήταν και ποιο επεισοδιακή από άλλες αντίστοιχες στρογγυλές Τράπεζες ή φόρα διεθνή που είχα οργανώσει σε διάφορους άλλους Τομείς των πολιτικών που είχα την ευθύνη. Δύο ήταν τα συμπεράσματα: Ότι η σχέση των Τραπεζών με τις επιχειρήσεις απεκαλύφθη ότι ήταν επιφανειακά φιλική. Στην πραγματικότητα ήταν από ανταγωνιστική έ ως εχθρική σε ορισμένες περιπτώσεις.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι ενώ συμφώνησαν όλοι ότι θα έπρεπε να υπάρχουν κανόνες αυτοδέσμευσης των Τραπεζών προκειμένου να λειτουργήσουν ενισχυτικά προς την επιχειρηματικότητα και στη δημιουργία της καταναλωτικής συνείδησης, τελικά αυτό ακριβώς το θέμα, οι κανόνες της αυτοδέσμευσης, ήταν το σημείο της μεγαλύτερης σύγκρουσης και των μεγαλύτερων διαφωνιών ανάμεσα στις Τράπεζες. Διότι, όλοι θεώρησαν ότι αυτό το σημείο είναι πεδίο του ανταγωνισμού τους το οποίο σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να περιοριστεί.
Θα επανέλθω όμως στο σχολιασμό μου αργότερα, ξανά στο πεδίο του ανταγωνισμού. Θέλω όμως να μείνω σ’ αυτό το οποίο είπε η κα Παπανδρέου μόλις προηγουμένως και το οποίο θεωρώ εξαιρετικής σημασίας: Τη διαφορά των επιτοκίων. Είναι μέγα θέμα. Εγώ θεωρώ ότι το τεράστιο περιθώριο του επιτοκίου ανάμεσα στο μέσο καταθετικό επιτόκιο και στο επιτόκιο χορηγήσεων, θα μπορούσε εδώ στην πατρίδα μας την Ελλάδα να ήταν μικρότερο εάν οι ελληνικές Τράπεζες με έλεγχο και εντολή της Τράπεζας της Ελλάδος, είχαν εφαρμόσει αξιόπιστα και αποτελεσματικά εσωτερικά συστήματα αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας των χορηγητικών πελατών. Ειδικότερα μάλιστα στην περίπτωση του retail banking.
Και αυτό, δεν είναι μια ιδέα την οποία απλώς σας την υπενθυμίζω. Επιβάλλεται από τη διεθνή τραπεζική εποπτεία, σύμφωνα με τα πρότυπα της «Βασιλείας Ι» αλλά και της «Βασιλείας ΙΙ» για τη μέτρηση και την αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου αλλά και του κινδύνου των επιτοκίων. Η μη εφαρμογή των προτύπων της «Βασιλείας Ι» αλλά ταυτόχρονα και η έλλειψη προετοιμασίας των ελληνικών Τραπεζών για την εφαρμογή των προτύπων της «Βασιλείας ΙΙ» -σας υπενθυμίζω ότι η περίοδος εφαρμογής είναι 2007-2009- οδηγεί τις Τράπεζες στο να μετακυλύουν και να διαχέουν στο σύνολο των χορηγητικών πελατών το κόστος από την απώλεια τόκων και κεφαλαίων που υφίστανται λόγω ακριβώς των κινδύνων αυτών.
Αυτό είναι ένα πραγματικό γεγονός. Εάν αυτό το πραγματικό γεγονός το δούμε σε συνδυασμό με την υπαρκτή επίσης κατάσταση στην ελληνική οικονομία, η οποία περιγράφεται με δυο βασικούς όρους, την απαξίωση του διαθεσίμου εισοδήματος των Ελλήνων πολιτών και τη μείωση της αγοραστικής τους ικανότητας, αυτά τα τρία στοιχεία, δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο στον οποίο εμπλέκεται ολόκληρο το χρηματοοικονομικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας: Τα φυσικά πρόσωπα, το πιστωτικό σύστημα, οι επιχειρήσεις, οι δανειολήπτες γενικώς.
Ο καταναλωτής λοιπόν σήμερα γίνεται το επίκεντρο ενός κυκεώνα από διαφημίσεις, δελεαστικές προτάσεις, νομικούς όρους, οικονομικά τερτίπια, που σε συνδυασμό με το χαμηλό εισόδημα και την αγοραστική του αδυναμία, τον οδηγούν σε επιλογές που στην πραγματικότητα δε μπορεί να τις ελέγξει. Οδηγούνται οι καταναλωτές λοιπόν σε επιλογές, οι οποίες αντί να τους προσφέρουν λύση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν εκείνη τη στιγμή, στην πραγματικότητα τους καθιστούν δέσμιους των αναγκών τους και μάλιστα με απρόβλεπτους κινδύνους για το μέλλον.
Οι επιχειρήσεις και ιδιαίτερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν πενιχρή χρηματοροή, συχνά καταφεύγουν σε δανεισμούς ποικιλόμορφους και μάλιστα ανακυκλούμενους δανεισμούς, για να μπορέσουν να καλύψουν τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες τους. Και τελικά, με βάση αυτήν ακριβώς την εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων αναγκών, καταλήγουν σε μακροχρόνιες και εξαιρετικά επικίνδυνες για το μέλλον των επιχειρήσεών τους, δεσμεύσεις.
Η αναζήτηση κεφαλαίων κίνησης, η αγορά επαγγελματικής στέγης ή ακόμα και εξοπλισμού, είναι οι συνηθέστερες ανάγκες που θέλουν να καλύψουν οι επιχειρήσεις αυτές όταν προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό. Αλλά όταν προσφεύγουν στον τραπεζικό δανεισμό κινούνται κυρίως από την ανάγκη της παρούσας φάσης. Και αυτή η ανάγκη στις περισσότερες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά πιεστική.
Δε μπορεί όμως ο κάθε επιχειρηματίας, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οικογενειακές επιχειρήσεις, δε μπορεί ο κάθε πολίτης να είναι νομικός, για να κατανοεί και ν’ αξιολογεί τα ψιλά γράμματα των τραπεζικών συμβάσεων. Ταυτόχρονα, δεν είναι ούτε οικονομολόγος για να μπορεί να διαπραγματεύεται νομίσματα και επιτόκια. Εδώ έρχεται λοιπόν ο ρόλος της πολιτείας στον οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως η κα Παπανδρέου, όπως έρχεται και ο ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίες οφείλουν να διασφαλίζουν και να προστατεύουν τις συναλλαγές αυτές. Είτε τις συναλλαγές που αφορούν καταναλωτικά δάνεια, είτε αυτές που αφορούν στεγαστικά δάνεια, είτε αυτές που αφορούν πιστωτικές κάρτες.
Αντί όμως να έχουμε αυτό το πλαίσιο προστασίας των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, τι έχουμε; Έχουμε μια διαφορετική τραπεζική πρακτική. Τι κάνουν οι Τράπεζες; Οι Τράπεζες χρησιμοποιούν συχνά τη μέθοδο του αιφνιδιασμού, για να προκαταλάβουν τους δυνητικούς πελάτες και μάλιστα κάνοντας κάτι το οποίο δεν είναι, επιτρέψτε μου να το πω, και πολύ «έντιμο»: Χρησιμοποιούν προσωπικά δεδομένα που έχουν περιέλθει σε γνώση της Τράπεζας από άλλου είδους συναλλαγές.
Ειδικά σε σχέση με τα στεγαστικά δάνεια, που είναι και τα συχνότερα στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει υπάρξει μια προσπάθεια για μια συγκεκριμένη μέριμνα, για να λάβουν οι Τράπεζες, οι Εθνικές Τράπεζες αλλά και τα κράτη μέλη και οι κυβερνήσεις, να λάβουν μέτρα.
Έχει εκδοθεί λοιπόν μια ειδική Πράσινη Βίβλος για το στεγαστικό δανεισμό από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εδώ στην Ελλάδα δε βλέπουμε καν να συζητιέται και πολύ περισσότερο να προωθούνται οι ιδέες οι οποίες περιλαμβάνονται στην Πράσινη Βίβλο. Έχει κατοχυρωθεί η ευρωπαϊκή συμφωνία σχετικά μ’ έναν εθελοντικό κώδικα συμπεριφοράς για τα στεγαστικά δάνεια και αυτό τον κώδικα τον διαπραγματεύθηκαν και τον ενέκριναν οι Ευρωπαϊκές Ενώσεις των Καταναλωτών καθώς και οι Ευρωπαϊκές Ενώσεις του πιστωτικού τομέα που χορηγούν στεγαστικά δάνεια με στόχο τη διαφανή και τη συγκρίσιμη πληροφόρηση.
Επιπλέον, έχει ξεκινήσει σε όλη την Ευρώπη ο λεγόμενος «στεγαστικός διάλογος» ανάμεσα στους χρηματοπιστωτικούς φορείς και στους καταναλωτές. Εδώ, στην Ελλάδα, ο διάλογος είναι προσχηματικός επιτρέψτε μου να πω. Θα ήθελα πάρα πολύ ν’ ακούσω να διαψεύδομαι γι αυτή την εκτίμηση.
Ένα τελευταίο σημείο το οποίο θέλω να θέσω: Το όλο πλέγμα του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα, λειτουργεί με έναν τρόπο που δίνει περιθώρια για την ανάπτυξη εναρμονισμένων πρακτικών. Εγώ δε θέλω να μιλήσω για καρτέλ των Τραπεζών, γιατί το καρτέλ, προϋποθέτει μια συγκεκριμένη συμφωνία, γραπτή και συγκεκριμένη. Αλλά εναρμονισμένες πρακτικές θα πρέπει να αποφεύγονται με κάθε τρόπο.
Και εδώ έρχεται να παίξει το ρόλο της η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η οποία Επιτροπή Ανταγωνισμού πρέπει να ενεργοποιηθεί κατά τη γνώμη μου και σ’ αυτό τον Τομέα διερευνώντας όλες τις περιπτώσεις οι οποίες σκιάζουν τις σχέσεις των πολιτών, των επιχειρήσεων και των Τραπεζών.
Βεβαίως στην Ελλάδα επιτρέψτε μου να πω, υπάρχει μια στρεβλή εντύπωση για το ρόλο της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ορισμένοι θεωρούν ότι είναι το «μακρύ χέρι» του κράτους, άλλοι θεωρούν ότι έχει υποκαταστήσει την Αγορανομία. Υπάρχει ένα ζήτημα παιδείας, αντίληψης και κουλτούρας γύρω από τα ζητήματα του ανταγωνισμού, στα οποία όλοι μας θα πρέπει να συμβάλλουμε. Και ιδιαίτερα οι ίδιες οι Τράπεζες, η Ένωση των Τραπεζών όπως επίσης και ο τραπεζικός διαμεσολαβητής ο οποίος έχει κι αυτός το ρόλο του τον οποίο υποστηρίζουμε, αλλά θα θέλαμε να είναι περισσότερο ενεργός.
Ο Τύπος επίσης έχει το δικό του ρόλο. Τα ΜΜΕ, και αυτά μπορούν να συμβάλλουν σ ‘αυτή την προσπάθεια. Ενημερώνοντας τους πολίτες γιατί χρειάζεται μεγάλη ενημέρωση, αλλά κυρίως απαιτώντας από τις Τράπεζες να ενημερώσουν και να επιμορφώσουν το προσωπικό τους. Προκειμένου, όχι μόνο να προσφέρουν νέα προϊόντα και νέες υπηρεσίες προς τους πολίτες, αλλά να απαιτήσουν την καλύτερη αντιμετώπιση των πολιτών.
Από κει και πέρα πάντα θα υπάρχει η δυνατότητα και η σκέψη για νέους θεσμούς, που ανάλογα με την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας, θα μπορούσαμε να τους δούμε. Προς το παρόν στην Ελλάδα έχουμε δυσφημίσει από μόνοι μας, όσοι έχουμε αρθρώσει δημόσιο λόγο, έχουμε δυσφημίσει το ρόλο των εποπτικών ανεξάρτητων Αρχών. Ορισμένοι, μάλιστα, λέμε, «μα δε χρειάζονται πλέον οι ρυθμιστικές Αρχές, είναι λάθος να δημιουργούμε νέες ρυθμιστικές Αρχές».
Στην Ευρώπη δε συμβαίνει το ίδιο. Όπου υπάρχει απελευθέρωση της αγοράς και ανταγωνισμός, υπάρχουν ακριβώς ρυθμιστικές Αρχές. Οι οποίες ρυθμιστικές Αρχές έχουν κι έναν επιπλέον ρόλο πέρα από τη τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού: Είναι για να αποτρέπουν την παρέμβαση του κράτους. Αυτό ίσως είναι που στην Ελλάδα ορισμένοι φοβούνται γι’ αυτό αντιδρούν στη λειτουργία των ανεξάρτητων Αρχών.
Για παράδειγμα, στη Μεγάλη Βρετανία όπως και στην Ιρλανδία, δημιουργήθηκε μια εποπτική ρυθμιστική οικονομική Αρχή, ακριβώς για να βοηθάει τους καταναλωτές που πέφτουν θύματα της παράτυπης τραπεζικής λειτουργίας, και, αφορά τους πάντες, αφορά την εποπτεία όλων των οικονομικών ιδρυμάτων, των Τραπεζών, των ασφαλιστικών εταιρειών και των Χρηματιστηρίων. Αυτή η Αρχή, η ανεξάρτητη Αρχή πήρε εξουσίες και από την Κεντρική Τράπεζα και από το Υπουργείο των Επιχειρήσεων και Εμπορίου της Μεγάλης Βρετανίας, από το Υπουργείο Εργασίας, όπως επίσης από τη Γραμματεία της Πολιτικής Καταναλωτών.
Αυτό το αναφέρω, όχι γιατί το προτείνω να γίνει τώρα στην Ελλάδα, το αναφέρω ως μια κίνηση η οποία γίνεται σε άλλες δυο χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που δείχνει την τάση μέσα από την οποία οι κυβερνήσεις προσπαθούν μέσα από ανεξάρτητες Αρχές να κατοχυρώσουν κανόνες και συμπεριφορές, περιορίζοντας την παρέμβαση και το ρόλο του κράτους και αναδεικνύοντας την ευθύνη των Τραπεζών και των Ενώσεων των Καταναλωτών.
Σας ευχαριστώ. |